- κοινωνιόγραμμα
- το(κοινων.) γραφική παράσταση τών αποτελεσμάτων μιας κοινωνιομετρικής έρευνας.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. sociogram < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-*) + -gram (πρβλ. -γραμμα < γράμμα)].
Dictionary of Greek. 2013.